- λεβάντε
- το (Μ λεβάντε)ανατολή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. levante < ιταλ. Levante «Ανατολή»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
βραχογραφία — Σε διάφορες προϊστορικές εποχές, αρχίζοντας από την ανώτερη παλαιολιθική, οι πρωτόγονοι άνθρωποι συνήθιζαν να χαράζουν ή να ζωγραφίζουν παραστάσεις στα βραχώδη τοιχώματα των σπηλαίων και των φυσικών καταφυγίων ή επάνω σε περίβλεπτους υπαίθριους… … Dictionary of Greek
Lemos Theater — The Lemos Theatrical Company was a theatrical company formed in 1944. It is named after the actor Adamantios Lemos.The founding of Thiasos LemosOn June 14, 1944, Adamantios Lemos and Mary Giatra Lemou founded the Lemos Theatrical Company. Lemos… … Wikipedia
Διαμαντόπουλος, Βασίλης — (Πειραιάς 1920 – Αθήνα 2000). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε στις δραματικές σχολές του Εθνικού Θεάτρου και του Θεάτρου Τέχνης. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1942 στην Αγριόπαπια του Ίψεν με τον Κάρολο Κουν και μέχρι το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
Λιγυρία — (Liguria). Ιστορική γεωγραφική περιοχή της βόρειας Ιταλίας και διοικητική περιφέρεια (5.418 τ. χλμ., 1.560.748 κάτ. το 2001), αντίστοιχη προς την παλιά Δημοκρατία της Γένοβας. Εκτείνεται στα κράσπεδα του κόλπου της Γένοβας με μορφή ημισελήνου,… … Dictionary of Greek
Ξενόπουλος, Γρηγόριος — (Κωνσταντινούπολη 1867 – Αθήνα 1951). Έλληνας πεζογράφος, θεατρικός, συγγραφέας, κριτικός και δημοσιογράφος. Μεγάλωσε στη Ζάκυνθο, από την οποία καταγόταν ο έμπορος πατέρας του, και παρακολούθησε μαθήματα φυσικομαθηματικών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών … Dictionary of Greek
φιόρο — φιόρο, το και φιόρε, το (λ. ιταλ.), άνθος, λουλούδι: Το φιόρο του Λεβάντε είναι η Ζάκυνθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)